- αξερίζωτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν ξεριζώθηκε, στερεός, ακλόνητος: Και ξερό το δέντρο στεκόταν στον τόπο του αξερίζωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αξερίζωτος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που δεν τον ξερίζωσαν 2. αυτός που δεν υπέστη καταστροφή 3. (για συναισθήματα, ελαττώματα, συνήθειες) αυτός που δεν εξαλείφθηκε … Dictionary of Greek